- πονοπαίκτωρ
- πονοπαίκτωρ, ορος, ὁ,A one that sports with danger, Man.4.276.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πονοπαίκτωρ — ορος, Α αυτός που παίζει με τον κίνδυνο, ριψοκίνδυνος, τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + παίκτης + επίθημα τωρ (πρβλ. ομο παίκτωρ)] … Dictionary of Greek
πονοπαίκτορας — πονοπαίκτωρ one that sports with danger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)